- Ιένα
- ηπόλη της Γερμανίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ιένα — (Jena). Πόλη (97.500 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Θουριγκίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του πόταμου Ζάαλε. Είναι σημαντικός σιδηροδρομικός κόμβος και κέντρο βιομηχανίας οπτικών ειδών. Πιο συγκεκριμένα, στην Ι. υπάρχει ένα από τα… … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
Φρέγκε, Γκότλομπ Φρίντριχ — (Frege, Βίσμαρ 1848 – Ιένα 1925). Γερμανός μαθηματικός και φιλόσοφος. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Ιένα και του Γκέτινγκεν όπου βραβεύτηκε το 1873. Εξελέγη έκτακτος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ιένα το 1879 και στη συνέχεια τακτικός το 1895.… … Dictionary of Greek
Φρις, Γιάκομπ Φρίντριχ — (Fries). Γερμανός φιλόσοφος (Μπάρμπι, Σαξονία 1773 – Ιένα 1834). Αναθρεμμένος σε περιβάλλον πιετιστών, μπήκε σε ηλικία 19 ετών στο σεμινάριο Βιέσκι της Μοραβίας, γρήγορα όμως, όπως εξομολογείται ο ίδιος, η προσωπική εμπειρία και η μελέτη της… … Dictionary of Greek
Names of European cities in different languages: I–L — v · d · … Wikipedia
Λιτζ, Χέρμαν — (Hermann Lietz, Ντουμγκένεβιτς, Ρίγκεν 1868 – Χάουμπιντα, Θουριγκία 1919). Γερμανός παιδαγωγός. Σπούδασε θεολογία στη Χάλε και στην Ιένα και φιλοσοφία στην ερβαρτιανή σχολή του Ράιν και δίδαξε σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα, στο Πούτμπους, στην … Dictionary of Greek
Όικεν, Ρούντολφ Κρίστοφ — (Rudolf Kristof Eucken, Άουριχ, Όστφρησλαντ 1846 – Ιένα 1926). Γερμανός νεοϊδεαλιστής φιλόσοφος. Διετέλεσε καθηγητής στη Βασιλεία και στην Ιένα και τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ (1908). Ο Ό. εκπροσωπούσε στη Γερμανία την αντίδραση κατά της… … Dictionary of Greek
Πάουλους, Ερρίκος Έβερχαρτ Γκότλομπ — (Paulus, 1761 – 1851). Γερμανός φιλόσοφος και συγγραφέας. Διετέλεσε καθηγητής των ανατολικών γλωσσών στην Ιένα (1789 93), καθηγητής της θεολογίας, επίσης στην Ιένα (1793 1803), στο Βίρτσμπουργκ (1803 11), και στη Χαϊδελβέργη (1811). Διακρίθηκε ως … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Άινικε, Σάμουελ — (Samuel Heiniche,1727 – 1790). Γερμανός παιδαγωγός και φιλάνθρωπος, γνωστός από τη μέθοδο εκπαίδευσης κωφαλάλων που επινόησε. Ο Ά. ασχολήθηκε στην αρχή με τη γεωργία και αργότερα κατατάχτηκε στη σωματοφυλακή του εκλέκτορα της Σαξονίας. Επειδή… … Dictionary of Greek